- σχοινοβατικός
- -ή, -ό / σχοινοβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σχοινοβάτης]νεοελλ.-μσν.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχοινοβάτη ή στη σχοινοβασία («σχοινοβατικές ασκήσεις»)αρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ σχοινοβατική(ενν. τέχνη) η σχοινοβασία.
Dictionary of Greek. 2013.